μώμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μώμος | οι | μώμοι |
γενική | του | μώμου | των | μώμων |
αιτιατική | τον | μώμο | τους | μώμους |
κλητική | μώμε | μώμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μώμος < αρχαία ελληνική μῶμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μώ‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μώμος αρσενικό