Μῶμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μῶμος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜῶμος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 214 (213-216)
- δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν | οὔ τινι κοιμηθεῖσα θεῶν τέκε Νὺξ ἐρεβεννή, | Ἑσπερίδας θ᾽, αἷς μῆλα πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο | χρύσεα καλὰ μέλουσι φέροντά τε δένδρεα καρπόν·
- Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα, | δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα, | και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά, | στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν | οὔ τινι κοιμηθεῖσα θεῶν τέκε Νὺξ ἐρεβεννή, | Ἑσπερίδας θ᾽, αἷς μῆλα πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο | χρύσεα καλὰ μέλουσι φέροντά τε δένδρεα καρπόν·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 214 (213-216)
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press