Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόνωσῐς αἱ μονώσεις
      γενική τῆς μονώσεως τῶν μονώσεων
      δοτική τῇ μονώσει ταῖς μονώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μόνωσῐν τὰς μονώσεις
     κλητική ! μόνωσῐ μονώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονώσει
γεν-δοτ τοῖν  μονωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόνωσις < μονόω / μονῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόνωσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία