μονώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμονώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μονώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονώνω
- θα μονώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονώνω