Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μονώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονώνω
  2. θα μονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μονώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μόνωση