↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μόλυνσῐς αἱ μολύνσεις
      γενική τῆς μολύνσεως τῶν μολύνσεων
      δοτική τῇ μολύνσει ταῖς μολύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μόλυνσῐν τὰς μολύνσεις
     κλητική ! μόλυνσῐ μολύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μολύνσει
γεν-δοτ τοῖν  μολυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόλυνσις, ήδη τον 4ο αιώνα στον Αριστοτέλη < μολύν(ω) + -σις [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόλυνσις, -εως θηλυκό

  1. βεβήλωση
  2. γάριασμα
  1. s.v. μολύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.