μυελατέλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυελατέλεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myelatelia < αρχαία ελληνική μυελός + ἀτέλεια < ἀτελής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυελατέλεια θηλυκό
- (ιατρική) η ατέλεια ή η ατελής ανάπτυξη του νωτιαίου μυελού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυελατέλεια