μπροστινέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπροστινέλα | οι | μπροστινέλες |
γενική | της | μπροστινέλας | — | |
αιτιατική | την | μπροστινέλα | τις | μπροστινέλες |
κλητική | μπροστινέλα | μπροστινέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπροστινέλα < μπροστινός + -έλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπροστινέλα θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) το μπροστινό τμήμα του ζευκτήρα, που συμβάλλει στην έλξη ή συγκρατεί τη σέλα ή το σαμάρι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπροστινέλα
|