Μπρικέτες από άνθρακα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπρικέτα οι μπρικέτες
      γενική της μπρικέτας των (μπρικετών)
    αιτιατική την μπρικέτα τις μπρικέτες
     κλητική μπρικέτα μπρικέτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπρικέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική briquette < brique (τούβλο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπρικέτα θηλυκό

  • πλίνθος φτιαγμένος από κάποιο υλικό σε λεπτό διαμερισμό, το οποίο μορφοποιείται με κάποιο τρόπο, συνήθως με συμπίεση ή/και προσθήκη συνδέτη
    ⮡  μπρικέτα άνθρακα / λιγνίτη / ξύλου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία