μπούστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπούστος | οι | μπούστοι |
γενική | του | μπούστου | των | μπούστων |
αιτιατική | τον | μπούστο | τους | μπούστους |
κλητική | μπούστε | μπούστοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπούστος αρσενικό
- άλλη μορφή του μπούστο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπούστος
|