busto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- busto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | busto | bustoj |
αιτιατική | buston | bustojn |
busto (eo)
- η προτομή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | busto | bustoj |
αιτιατική | buston | bustojn |
busto (eo)