μπούμερανγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπούμερανγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική boomerang
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπούμερανγκ ουδέτερο, άκλιτο
- επίπεδο καμπύλο πτερύγιο που όταν εκτοξεύεται περιστρέφεται σε άξονα κάθετο στην πορεία της πτήσης του, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως όπλο κυνηγίου από ορισμένους λαούς όπως οι Αβορίγινες της Αυστραλίας· ο τύπος που έχει τη δυνατότητα επιστροφής στον ρίπτη χρησιμοποιείται για αναψυχή ή για άθληση
- (μεταφορικά) εχθρική ενέργεια ή επιχείρημα που στρέφεται τελικά εναντίον του δράστη ή εκείνου που πρόβαλε το επιχείρημα
- ⮡ Προσπάθησε να την πλήξει με τις αποκαλύψεις του, αλλά του γύρισε μπούμερανγκ διότι όλοι θεώρησαν πως αυτό ήταν ανήθικο και γι' αυτό έχασε εκείνος τελικά τη θέση του στην εταιρεία.
- ⮡ Για να μην του καταλογίσουν πολιτική ευθύνη ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτε τότε και αυτό αργότερα στις εκλογές του έγινε μπούρεμανγκ διότι οι ψηφοφόροι του τον θεώρησαν ανάξιο της ανανέωσης της εμπιστοσύνης τους.