Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπούμεραγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική boomerang

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούμεραγκ ουδέτερο, άκλιτο