Δείτε επίσης: Μπουρεξής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουρεξής οι μπουρεξήδες
      γενική του μπουρεξή των μπουρεξήδων
    αιτιατική τον μπουρεξή τους μπουρεξήδες
     κλητική μπουρεξή μπουρεξήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουρεξής < (άμεσο δάνειο) τουρκική börekçi (παρασκευαστής ή πωλητής μπουρεκιών)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουρεξής αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014