μπουρδολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουρδολογία < μπούρδ(α) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουρδολογία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουρδολογία
|