Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρδέτο τα μπουρδέτα
      γενική του μπουρδέτου των μπουρδέτων
    αιτιατική το μπουρδέτο τα μπουρδέτα
     κλητική μπουρδέτο μπουρδέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουρδέτο < βενετική brodeto (ζωμός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /buɾˈðe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουρ‐δέ‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Ένα πιάτο με μπουρδέτο

μπουρδέτο ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία