μπουρδέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουρδέτο < βενετική brodeto (ζωμός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /buɾˈðe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπουρ‐δέ‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουρδέτο ουδέτερο
- (γαστρονομία) είδος ψαρόσουπας, με κοκκινιστά ψάρια, χαρακτηριστικό πιάτο των Ιόνιων νησιών
Άλλες γραφές επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπουρδέτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουρδέτο
|