κοκκινιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ci.niˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νι‐στός
Επίθετο επεξεργασία
κοκκινιστός, -ή, -ό
- (γαστρονομία) που αφορά κρέας το οποίο έχει μαγειρευτεί με σάλτσα ντομάτας
- ↪ μοσχάρι κοκκινιστό
- (ουσιαστικοποιημένο) κοκκινιστό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοκκινιστός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κοκκινιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας