Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοκκινιστός η κοκκινιστή το κοκκινιστό
      γενική του κοκκινιστού της κοκκινιστής του κοκκινιστού
    αιτιατική τον κοκκινιστό την κοκκινιστή το κοκκινιστό
     κλητική κοκκινιστέ κοκκινιστή κοκκινιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοκκινιστοί οι κοκκινιστές τα κοκκινιστά
      γενική των κοκκινιστών των κοκκινιστών των κοκκινιστών
    αιτιατική τους κοκκινιστούς τις κοκκινιστές τα κοκκινιστά
     κλητική κοκκινιστοί κοκκινιστές κοκκινιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκκινιστός < κοκκινίσ- (κοκκινίζω) + -τος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ci.niˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κι‐νι‐στός

  Επίθετο επεξεργασία

κοκκινιστός, -ή, -ό

  1. (γαστρονομία) που αφορά κρέας το οποίο έχει μαγειρευτεί με σάλτσα ντομάτας
    μοσχάρι κοκκινιστό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κοκκινιστό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία