Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουζουκοτράγουδο τα μπουζουκοτράγουδα
      γενική του μπουζουκοτράγουδου των μπουζουκοτράγουδων
    αιτιατική το μπουζουκοτράγουδο τα μπουζουκοτράγουδα
     κλητική μπουζουκοτράγουδο μπουζουκοτράγουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουζουκοτράγουδο < μπουζούκ(ι) + -ο- + τραγούδ(ι) + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουζουκοτράγουδο ουδέτερο

  • τραγούδι στο οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει το μπουζούκι
    ※  Μια μέρα, μάλιστα, ήρθε ένα κότερο μεγάλο κι έδεσε δίπλα του. Το βράδυ γλεντούσαν με μπουζουκοτράγουδα και τον κάλεσαν να ανέβει στο κότερο. (Γιάννης Μητσόπουλος, Ο δολοφόνος ξέρει το γιατί, 2011, σελ. 220 [1])

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία