Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπολσεβίκα οι μπολσεβίκες
      γενική της μπολσεβίκας
    αιτιατική την μπολσεβίκα τις μπολσεβίκες
     κλητική μπολσεβίκα μπολσεβίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπολσεβίκα < μπολσεβίκος +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπολσεβίκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία