μπλάστρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπλάστρωμα < μπλαστρώνω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπλάστρωμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπλαστρώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπλάστρωμα
|
μπλάστρωμα ουδέτερο
|