πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιζουδάκι τα μπιζουδάκια
      γενική
    αιτιατική το μπιζουδάκι τα μπιζουδάκια
     κλητική μπιζουδάκι μπιζουδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bi.zuˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπιζουδάκι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπιζουδάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό κόσμημα
  2. (μεταφορικά) κάτι μικρό και κομψό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπιζού

  1. {{Π:ΛΚΝ}{}