μπερμπαντάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπερμπαντάκος < μπερμπάντ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπερμπαντάκος αρσενικό
- (οικείο) μπερμπάντης
- ⮡ Α! πονηρούτσικε μπερμπαντάκο, με τι γυναικοδουλειές έμπλεξες πάλι;
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπερμπαντάκος
|