μπεμπέκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπεμπέκος < θηλυκό μπεμπέκ(α) + -ος < τουρκική bebek
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεμπέκος αρσενικό (θηλυκό μπεμπέκα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπεμπέκος
|