μπεμπεκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπεμπεκίζω < μπεμπέκ(α) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαμπεμπεκίζω
- (οικείο) συμπεριφέρομαι σαν μπεμπέκα ή σαν μικρό παιδί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπεμπέκα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπεμπεκίζω | μπεμπέκιζα | θα μπεμπεκίζω | να μπεμπεκίζω | μπεμπεκίζοντας | |
β' ενικ. | μπεμπεκίζεις | μπεμπέκιζες | θα μπεμπεκίζεις | να μπεμπεκίζεις | μπεμπέκιζε | |
γ' ενικ. | μπεμπεκίζει | μπεμπέκιζε | θα μπεμπεκίζει | να μπεμπεκίζει | ||
α' πληθ. | μπεμπεκίζουμε | μπεμπεκίζαμε | θα μπεμπεκίζουμε | να μπεμπεκίζουμε | ||
β' πληθ. | μπεμπεκίζετε | μπεμπεκίζατε | θα μπεμπεκίζετε | να μπεμπεκίζετε | μπεμπεκίζετε | |
γ' πληθ. | μπεμπεκίζουν(ε) | μπεμπέκιζαν μπεμπεκίζαν(ε) |
θα μπεμπεκίζουν(ε) | να μπεμπεκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπεμπέκισα | θα μπεμπεκίσω | να μπεμπεκίσω | μπεμπεκίσει | ||
β' ενικ. | μπεμπέκισες | θα μπεμπεκίσεις | να μπεμπεκίσεις | μπεμπέκισε | ||
γ' ενικ. | μπεμπέκισε | θα μπεμπεκίσει | να μπεμπεκίσει | |||
α' πληθ. | μπεμπεκίσαμε | θα μπεμπεκίσουμε | να μπεμπεκίσουμε | |||
β' πληθ. | μπεμπεκίσατε | θα μπεμπεκίσετε | να μπεμπεκίσετε | μπεμπεκίστε | ||
γ' πληθ. | μπεμπέκισαν μπεμπεκίσαν(ε) |
θα μπεμπεκίσουν(ε) | να μπεμπεκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπεμπεκίσει | είχα μπεμπεκίσει | θα έχω μπεμπεκίσει | να έχω μπεμπεκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπεμπεκίσει | είχες μπεμπεκίσει | θα έχεις μπεμπεκίσει | να έχεις μπεμπεκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπεμπεκίσει | είχε μπεμπεκίσει | θα έχει μπεμπεκίσει | να έχει μπεμπεκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπεμπεκίσει | είχαμε μπεμπεκίσει | θα έχουμε μπεμπεκίσει | να έχουμε μπεμπεκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπεμπεκίσει | είχατε μπεμπεκίσει | θα έχετε μπεμπεκίσει | να έχετε μπεμπεκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπεμπεκίσει | είχαν μπεμπεκίσει | θα έχουν μπεμπεκίσει | να έχουν μπεμπεκίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεμπεκίζω
|