μπεκρολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπεκρολόγημα < μπεκρολογ(ώ) + -ημα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπεκρολόγημα και μπεκρολόι ουδέτερο
- το μεθύσι, η άμετρη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεθύσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεκρολόγημα
→ δείτε τη λέξη μεθύσι |