Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαϊντούσκα οι μπαϊντούσκες
      γενική της μπαϊντούσκας των μπαϊντουσκών
    αιτιατική την μπαϊντούσκα τις μπαϊντούσκες
     κλητική μπαϊντούσκα μπαϊντούσκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαϊντούσκα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης bayduska[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /baiˈdu.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαϊ‐ντού‐σκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαϊντούσκα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λάμπρος Λιάβας (επιμ.), Μουσικές της Θράκης: μια διεπιστημονική προσέγγιση. Έβρος, (Αθήνα: Σύλλογος Φίλων της Μουσικής, 1999), ISBN 9789608649705, σελ. 188)