Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαχαράδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπαχαράδικ
ο
τα
μπαχαράδικ
α
γενική
του
μπαχαράδικ
ου
των
μπαχαράδικ
ων
αιτιατική
το
μπαχαράδικ
ο
τα
μπαχαράδικ
α
κλητική
μπαχαράδικ
ο
μπαχαράδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπαχαράδικο
<
μπαχάρ(ι)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαχαράδικο
ουδέτερο
μαγαζί που πουλά
μπαχάρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαχαράδικο
αγγλικά
:
spice shop
(en)
,
seasoning shop
(en)