Δείτε επίσης: Μπατάλης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπατάλης οι μπατάληδες
      γενική του μπατάλη των μπατάληδων
    αιτιατική τον μπατάλη τους μπατάληδες
     κλητική μπατάλη μπατάληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπατάλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική battal [1] < αραβική بطال (battāl)

  Επίθετο επεξεργασία

μπατάλης, -α, -ικο (θηλυκό μπατάλω)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία