μπαμπακοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαμπακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό μπαμπακοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη βαμβακοσυλλέκτης
μπαμπακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό μπαμπακοσυλλέκτρια)