Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαμβακοσυλλέκτης οι βαμβακοσυλλέκτες
      γενική του βαμβακοσυλλέκτη των βαμβακοσυλλεκτών
    αιτιατική τον βαμβακοσυλλέκτη τους βαμβακοσυλλέκτες
     κλητική βαμβακοσυλλέκτη βαμβακοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμβακοσυλλέκτης < βαμβακο- + συλλέκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαμβακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό βαμβακοσυλλέκτρια)

  1. (επάγγελμα) εργάτης που δουλεύει στη συλλογή του βαμβακιού
  2. όχημα-μηχάνημα για τη συλλογή του βαμβακιού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία