Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαλαρίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μπαλαρίν
α
οι
μπαλαρίν
ες
γενική
της
μπαλαρίν
ας
των
μπαλαριν
ών
αιτιατική
την
μπαλαρίν
α
τις
μπαλαρίν
ες
κλητική
μπαλαρίν
α
μπαλαρίν
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπαλαρίνα
<
ιταλική
ballarina
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπαλαρίνα
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
χορεύτρια
μπαλέτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαλαρίνα
αγγλικά
:
ballerina
(en)
τουρκικά
:
balerin
(tr)