μπέτσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπέτσο | τα | μπέτσα |
γενική | του | μπέτσου | των | μπέτσων |
αιτιατική | το | μπέτσο | τα | μπέτσα |
κλητική | μπέτσο | μπέτσα | ||
Κλίση κατά την κοινή νεοελληνική | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπέτσο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπέτσο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) ο αστράγαλος του προβάτου, το κότσι με το οποίο παίζουν τα παιδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπέτσο
|
Πηγές
επεξεργασία- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.