Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάτζος οι μπάτζοι
      γενική του μπάτζου των μπάτζων
    αιτιατική τον μπάτζο τους μπάτζους
     κλητική μπάτζε μπάτζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάτζος < αρωμουνική batzio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάτζος αρσενικό

  1. (τυρί) είδος αιγοπρόβειου, μερικώς (15%) αποβουτυρωμένου, μαστιχάτου τυριού ΠΟΠ της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας
  2. (τυρί) ημίσκληρο, ημίλευκο τυρί με εσωτερικές πολυπληθείς τρύπες, κατάλληλο για σαγανάκι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία