μουστόγρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /muˈsto.ɣɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐στό‐γρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουστόγρια θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μουστόγρια
|