μουσικομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσικομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική musicomania < αρχαία ελληνική μουσική + μανία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσικομανία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσικομανία
μουσικομανία θηλυκό