μουσακάς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μουσακάς | οι | μουσακάδες |
γενική | του | μουσακά | των | μουσακάδων |
αιτιατική | τον | μουσακά | τους | μουσακάδες |
κλητική | μουσακά | μουσακάδες | ||
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μουσακάς αρσενικό
- φαγητό με κιμά, μελιτζάνες, πατάτες και μπεσαμέλ
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μουσακάς στη Βικιπαίδεια