μουσακάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moussaka moussakas

moussaka (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) ο μουσακάς



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moussaka (it)

  1. (γαστρονομία) μουσακάς