Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουρουνόλαδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μουρουνόλαδ
ο
τα
μουρουνόλαδ
α
γενική
του
μουρουνόλαδ
ου
των
μουρουνόλαδ
ων
αιτιατική
το
μουρουνόλαδ
ο
τα
μουρουνόλαδ
α
κλητική
μουρουνόλαδ
ο
μουρουνόλαδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μουρουνόλαδο
<
μουρούνα
+
-ο-
+
λάδι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουρουνόλαδο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
μουρουνέλαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουρουνόλαδο
→
δείτε
τη λέξη
μουρουνέλαιο