μουντζούρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουντζούρης < μουντζούρα + -ης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουντζούρης αρσενικό
- είδος παιδικού παιχνιδιού με χαρτιά της τράπουλας στο οποίο όποιος χάσει (συνήθως όποιος μείνει τελευταίος με χαρτί στο χέρι) πρέπει να μουντζουρωθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμουντζούρης
- που έχει μουντζουρωθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μουντζούρης
|