↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουνοθύελλα οι μουνοθύελλες
      γενική της μουνοθύελλας
    αιτιατική τη μουνοθύελλα τις μουνοθύελλες
     κλητική μουνοθύελλα μουνοθύελλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουνοθύελλα < μουν(ί) + -ο- + θύελλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μουνοθύελλα θηλυκό

  • (χυδαίο) η συγκέντρωση πολλών όμορφων και επιθυμητών γυναικών
    ※  το Terrorland βρισκόταν ακόμα στον φυσικό του χώρο και στέγαζε όλες τις καλλονές της πόλης. Ήταν εντυπωσιακό: πώς χωρούσε μια τόσο δυνατή μουνοθύελλα σ' ένα υπόγειο χωρίς να γκρεμίζει τα τοιχώματα; (Μιχ́άλης Μιχαηλ́ίδης, Ο μηχανισμός της σύγχυσης, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, σελ. 152)
    ※  "Φαντάζομαι το γυναικομάνι που έσκασε μύτη να πενθήσει" σχολίασε πάλι ο Σάκης.
    "Μουνοθύελλα. Ούτε μια πάνω από σαράντα, αν εξαιρέσουμε την αδελφή του και κάτι ξαδέρφες του" είπα ψέματα εγώ. "Καυτά μίνι και καρφωτά δωδεκάποντα. Μέχρι να καταλήξουμε στα συλλυπητήρια με ελληνικό και κονιάκ, το νεκροταφείο έμοιαζε μ’ οργωμένο χωράφι. Λίγο ακόμα και θα είχαμε 'ανάστυση' νεκρών" αστειεύτηκα.
    (Νίκος Γιαννόπουλος, Ο Φάνης είχε τον τρόπο του, Ιστορίες του βιβλίου, 11.12.2017 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία