μουζεβίρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουζεβίρης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مزور (muzevir) < αραβική مزور (muzauwir, παραχαράκτης, ψεύτης)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουζεβίρης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουζεβίρης
|