μορταρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μορταρία | οι | μορταρίες |
γενική | της | μορταρίας | — | |
αιτιατική | τη | μορταρία | τις | μορταρίες |
κλητική | μορταρία | μορταρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moɾ.taˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐τα‐ρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορταρία θηλυκό
- αληταρία, συμμορία από μόρτηδες
- ※ Εκεί βασίλευαν οι συμμορίες, […] διάφορα αδέσποτα αγόρια που δεν ανήκανε σε κανένα σχολειό και τα λέγανε: η μορταρία. Η κάθε συμμορία διάλεγε μια περιοχή που ήταν η έδρα της και δεν άφηνε κανένα αγόρι, έξω από τα μέλη της, να πλησιάσει εκεί.
- Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής (1940), μυθιστόρημα, κεφάλαιο «Ο Δημοτικός Κήπος του Ταξιμιοού» στο ※ Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας A΄ Γυμνασίου @ebooks.edu.gr]
- ※ Εκεί βασίλευαν οι συμμορίες, […] διάφορα αδέσποτα αγόρια που δεν ανήκανε σε κανένα σχολειό και τα λέγανε: η μορταρία. Η κάθε συμμορία διάλεγε μια περιοχή που ήταν η έδρα της και δεν άφηνε κανένα αγόρι, έξω από τα μέλη της, να πλησιάσει εκεί.
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμμορία από μόρτηδες
|
Αναφορές επεξεργασία