μονοφωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοφωνία < μονόφωνος + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοφωνία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοφωνία
|
μονοφωνία θηλυκό
|