Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μονολογί
α
οι
μονολογί
ες
γενική
της
μονολογί
ας
των
μονολογι
ών
αιτιατική
τη
μονολογί
α
τις
μονολογί
ες
κλητική
μονολογί
α
μονολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονολογία
<
μονόλογος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονολογία
θηλυκό
(
σπάνιο
) ο
μονόλογος
, το να μιλάει κάποιος μόνος του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονολογία
→
δείτε
τη λέξη
μονόλογος