μονολατρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονολατρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monolatrismus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονολατρισμός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη μονολατρεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονολατρισμός