Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μισθοτροφοδοσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μισθοτροφοδοσί
α
οι
μισθοτροφοδοσί
ες
γενική
της
μισθοτροφοδοσί
ας
των
μισθοτροφοδοσι
ών
αιτιατική
τη
μισθοτροφοδοσί
α
τις
μισθοτροφοδοσί
ες
κλητική
μισθοτροφοδοσί
α
μισθοτροφοδοσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μισθοτροφοδοσία
<
μισθός
+
-ο-
+
τροφοδοσία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μισθοτροφοδοσία
θηλυκό
η
χορήγηση
σε κάποιον
μισθού
και των απαραίτητων
τροφίμων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μισθοτροφοδοσία