Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μιλτογραφία οι μιλτογραφίες
      γενική της μιλτογραφίας των μιλτογραφιών
    αιτιατική τη μιλτογραφία τις μιλτογραφίες
     κλητική μιλτογραφία μιλτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιλτογραφία < μιλτ(ος) + -ο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιλτογραφία θηλυκό

  • ζωγραφική (συνήθως με κόκκινο χρώμα) σε προμετωπίδα εγγράφου

  Μεταφράσεις επεξεργασία