Δείτε επίσης: Μίλτος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μίλτος αἱ μίλτοι
      γενική τῆς μίλτου τῶν μίλτων
      δοτική τῇ μίλτ ταῖς μίλτοις
    αιτιατική τὴν μίλτον τὰς μίλτους
     κλητική ! μίλτε μίλτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μίλτω
γεν-δοτ τοῖν  μίλτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μίλτος < (άμεσο δάνειο) προελληνική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μίλτος θηλυκό

  1. κόκκινη ώχρα
  2. κοκκινωπό οξείδιο του μολύβδου
  3. (σε μαγικά κείμενα) το αίμα

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
μιλτ- 

Δείτε επίσης

επεξεργασία