μικροφαλλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροφαλλία < μικρο- + φαλλ(ός) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροφαλλία θηλυκό
- (ιατρική) το να έχει κάποιος αρκετά μικρότερο ανδρικό μόριο (πέος) από τον μέσο όρο
- ※ Σε πρόσφατη έρευνα του British Journal of Urology International, 85% των γυναικών που ερωτήθηκαν δήλωσαν ότι είναι ικανοποιημένες από το μέγεθος και τις διαστάσεις του γεννητικού οργάνου του ερωτικού τους παρτενέρ. Αντιθέτως, το 45% των αντρών αυτών ήταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι πάσχουν από μικροφαλλία (από το κείμενο της Ειρήνης Τζελέπη, «Τα ψυχολογικά αίτια της μικροφαλλίας», iatronet.gr (2 Οκτωβρίου 2009]· πρόσβαση: 2020-09-10)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροφαλλία
|