μικροσύμβαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροσύμβαση | οι | μικροσυμβάσεις |
γενική | της | μικροσύμβασης* | των | μικροσυμβάσεων |
αιτιατική | τη | μικροσύμβαση | τις | μικροσυμβάσεις |
κλητική | μικροσύμβαση | μικροσυμβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροσυμβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροσύμβαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροσύμβαση
|